αραβόγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɾaˈvo.ɣlo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βό‐γλωσ‐σος
Επίθετο
[επεξεργασία]αραβόγλωσσος, -η, -ο
- που μιλά αραβικά, ο αραβόφωνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αραβόγλωσσος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αραβόγλωσσος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας