αραουκάρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αραουκάρια οι αραουκάριες
      γενική της αραουκάριας των αραουκαριών
    αιτιατική την αραουκάρια τις αραουκάριες
     κλητική αραουκάρια αραουκάριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αραουκάρια στην Βραζιλία

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αραουκάρια < araucaria • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αραουκάρια θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]