αραπλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αραπλής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αραπλής αρσενικό
- αυτός που είναι μαυριδερός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αραπλής
|