αργυρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αργυρολογία < ελληνιστική κοινή ἀργυρολογία < αρχαία ελληνική ἀργυρολόγος < ἀργυρός + λέγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αργυρολογία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η συγκέντρωση χρημάτων με αναξιοπρέπεια και ιδιοτέλεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αργυρολογία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)