αργύρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾˈʝi.ɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γύ‐ρων
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αργύρων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του άργυρος