αρδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρδεύω < αρχαία ελληνική ἀρδεύω < αρχαία ελληνική ἄρδω «ποτίζω» + -εύω «-εύω»

αρδεύω

  • ποτίζω καλλιεργούμενη γη με διοχέτευση νερού
    • δημιουργώ αυλάκια με ελαφρά κλίση για τον ελεγχόμενο διαμοιρασμό των υδάτων
      (ο καλλιεργητής μπορεί να τροποποιήσει την υδροδότηση με διάφορους τρόπους)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]