αρειμάνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρειμάνιος < (ελληνιστική κοινή) ἀρειμάνιος < Ἄρης + μανία
Επίθετο
[επεξεργασία]αρειμάνιος, -α ,-ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρειμάνιος