αριθμήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αριθμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αριθμώ
- θα αριθμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αριθμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αριθμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρίθμηση