αρλούμπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρλούμπας < αρλούμπα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρλούμπας αρσενικό

  • που λέει αρλούμπες, ο αρλουμπατζής, ο αρλουμπολόγος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]