αρμπουρέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμπουρέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική arboretto < arboro < λατινική arbor < παλαιά λατινικά arbōs / arbōsis < πρωτοϊταλική *arðōs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erHdʰ- (μεγάλος, αναπτύσσομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμπουρέτο αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) άλλη μορφή του άρμπουρο / άλμπουρο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το ψηλότερο (μπροστά ή πίσω) άρμπουρο ενός ιστιοφόρου
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το πίπολο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)