αρτεμισία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρτεμισία < (ελληνιστική κοινή) ἀρτεμισία < αρχαία ελληνική Ἀρτεμισία < Ἄρτεμις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρτεμισία θηλυκό