αρτόδενδρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρτόδενδρο ουδέτερο
- δέντρο της Κίνας και της Μαλαισίας που παράγει μεγάλους σφαιρικούς αμυλώδεις καρπούς, τους οποίους οι ιθαγενείς χρησιμοποιούν αντί για ψωμί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρτόδενδρο
|