αρχαιομαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρχαιομαθής < αρχαίος + μανθάνω

Επίθετο

[επεξεργασία]

αρχαιομαθής

  • ο γνώστης τής αρχαιότητας ή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
    ρώτα τον ό,τι θέλεις για την αρχαιότητα, είναι πολύ αρχαιομαθής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]