αρχιπυροσβέστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχιπυροσβέστρια οι αρχιπυροσβέστριες
      γενική της αρχιπυροσβέστριας των αρχιπυροσβεστριών
    αιτιατική την αρχιπυροσβέστρια τις αρχιπυροσβέστριες
     κλητική αρχιπυροσβέστρια αρχιπυροσβέστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρχιπυροσβέστρια < αρχιπυροσβέσ(της) + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρχιπυροσβέστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρχιπυροσβέστης