αρχιράπτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχιράπτρια οι αρχιράπτριες
      γενική της αρχιράπτριας των αρχιραπτριών
    αιτιατική την αρχιράπτρια τις αρχιράπτριες
     κλητική αρχιράπτρια αρχιράπτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχιράπτρια < αρχιράπ(της) απλοποιημένη γραφή του ἀρχιρράπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια ή αρχι- + ράπτρια ή λόγια επίδραση στο αρχιράφτρα Δείτε τον γαλλικό όρο maîtresse couturière.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çiˈɾa.ptɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐ρά‐πτρι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχιράπτρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]