αρωματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρωματίζω < λείπει η ετυμολογία

αρωματίζω

  1. κάνω κάτι να ευωδιάζει
  2. επαλείφω με άρωμα


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]