ασημοκαπλαντισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασημοκαπλαντισμένος < ασήμι + -ο- + καπλαντισμένος
Επίθετο
[επεξεργασία]ασημοκαπλαντισμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ασήμι και καπλαντίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασημοκαπλαντισμένος
|