ασιανολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασιανολογία | ||
γενική | της | ασιανολογίας | ||
αιτιατική | την | ασιανολογία | ||
κλητική | ασιανολογία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασιανολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική asianologie. Μορφολογικά αναλύεται σε Ασιαν(ός) + -ο- + -λογία[1] (μαρτυρείται από το 1890)[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.si.a.no.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σι‐α‐νο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασιανολογία θηλυκό
- επιστήμη που ερευνά τον πολιτισμό, την ιστορία και τη γλώσσα των λαών της Ασίας
- ασχολείται με την ασιανολογία και τώρα βρίσκεται σε ένα ταξίδι στο Θιβέτ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασιανολογικός
- ασιανολόγος
- → και δείτε τη λέξη Ασία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασιανολογία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ασιανολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)