ασκάλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ασκάλιστος
- που δεν έχει σκαλιστεί
- από τότε που πέθανε ο παππούς μου, έμεινε το χωράφι μας ασκάλιστο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασκάλιστος