ασκητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασκητισμός < ασκητής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασκητισμός αρσενικό
- η επιδίωξη της ψυχικής τελειότητας με καθυπόταξη των φυσικών ορμών και καταπόνηση του σώματος
- (μτφ.) ζωή στερημένη, χωρίς υλικές χαρές