ασκούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ασκούμενος, -η, -ο
- αυτός που ασκείται σε ένα επάγγελμα, καθώς ασκείται
- Ως ασκούμενος δικηγόρος δεν βγάζει ουτε 500 ευρώ το μήνα