ασματογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασματογράφος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασματογράφος
|
ασματογράφος αρσενικό
|