ασπάλαθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσπάλαθος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ασπάλαθος
ανθισμένος ασπάλαθος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασπάλαθος οι ασπάλαθοι
      γενική του ασπάλαθου
ασπαλάθου
των ασπάλαθων
ασπαλάθων
    αιτιατική τον ασπάλαθο τους ασπάλαθους
ασπαλάθους
     κλητική ασπάλαθε ασπάλαθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασπάλαθος < αρχαία ελληνική ἀσπάλαθος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασπάλαθος αρσενικό

  • (επιστημονική ονομάσια: Calycotome villosa, Καλυκοτόμη η εριότριχος) είδος θάμνου με πολλά αγκάθια. Φυτρώνει στα βουνά σχεδόν όλης της Ελλάδας, έχει μικρά πράσινα φύλλα, ανθίζει κατά τον Απρίλιο ή Μάιο και έχει κίτρινα λουλούδια με χαρακτηριστική οσμή. Ο καρπός του τρώγεται πολύ από τις κατσίκες.
    ※  "Τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει / "τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν / τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν / απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους / και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι". (Γιώργος Σεφέρης, Επί ασπαλάθων)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]