ασσυροβαβυλωνιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασσυροβαβυλωνιακός < Ασσυρία / Ασσύριος + Βαβυλώνα / Βαβυλώνιος + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ασσυροβαβυλωνιακός -ή, -ό
- (ιστορία) αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την αρχαία Ασσυρία και Βαβυλώνα ή τους Ασσύριους και Βαβυλώνιους και, ιδίως, με τον πολιτισμό τους
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- ασσυρο-βαβυλωνιακός
- ασσυριοβαβυλωνιακός
- → δείτε και τη λέξη Ασσυρο-Βαβυλώνιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασσυροβαβυλωνιακός
|