ασσόδυο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασσόδυο ουδέτερο
- παιχνίδι που παίζεται στο τάβλι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ασσόδυο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασσόδυο
|