ασσόδυο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασσόδυο < άσσος + δύο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ασσόδυο ουδέτερο

  • παιχνίδι που παίζεται στο τάβλι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]