αστηθοσκόπητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστηθοσκόπητος < α- + στηθοσκοπώ + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αστηθοσκόπητος
- (ιατρική, σπάνιο) που δεν τον έχουν στηθοσκοπήσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστηθοσκόπητος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αστηθοσκόπητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)