αστράγγιχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστράγγιχτος < αστράγγιστος
Επίθετο
[επεξεργασία]αστράγγιχτος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στραγγίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστράγγιχτος
|