αστράτευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστράτευτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]αστράτευτος, -η, -ο
- που δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης
- (μτφ.) που δε δέχεται να υπηρετήσει μια οποιοδήποτε ιδεολογία
- αστράτευτη τέχνη
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστράτευτος
|