αστραπιαίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστραπιαίως < αρχαία ελληνική ἀστραπαῖ(ος) + -ως
Επίρρημα
[επεξεργασία]αστραπιαίως
- (λόγιο) αστραπιαία
- ↪ διαδόθηκε αστραπιαίως
Πηγές
[επεξεργασία]- αστραπιαίως - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας