αστρατολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστρατολόγητος < α- στερητικό + στρατολογώ
Επίθετο
[επεξεργασία]αστρατολόγητος, -η, -ο
- που δε στρατολογήθηκε, αστράτευτος
- ↪ ο γιος μου είναι ακόμα αστρατολόγητος, γιατί σπουδάζει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστρατολόγητος
|