αστραφτερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστραφτερός < αστράφτ(ω) + -ερός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.stɾa.fteˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρα‐φτε‐ρός
Επίθετο
[επεξεργασία]αστραφτερός