αστροσπαρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.stɾo.spaɾˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρο‐σπαρ‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αστροσπαρμένος αρσενικό
- συνώνυμο του αστρόσπαρτος