αστροφωτογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστροφωτογραφία < αστρο- + φωτογραφία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.stɾo.fo.to.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρο‐φω‐το‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστροφωτογραφία θηλυκό
- (νεολογισμός, αστρονομία, φωτογραφία) εξειδικευμένο είδος φωτογραφίας, το οποίο αποτελείται από έννοιες και τεχνικές που σχετίζονται με τη λήψη φωτογραφικών εικόνων αστρονομικών αντικειμένων
- ※ Η αστροφωτογραφία βασίζεται περισσότερο στην τεχνική και λιγότερο στην τέχνη. Είναι επιστημονική φωτογραφία. (Βασιλική Χρυσοστομίδου, Κυνηγώντας μια… αστροφωτογραφία, Η Καθημερινή, 2 Αυγούστου 2014)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστροφωτογραφία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αστρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Φωτογραφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)