αστυνομοκρατούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστυνομοκρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αστυνομοκρατούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]αστυνομοκρατούμενος, -η, -ο
- αυτός που αστυνομοκρατείται
- Δεν επιθυμούν όλοι οι πολίτες μια αστυνομοκρατούμενη κοινωνία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστυνομοκρατούμενος
|