ασυμβατότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυμβατότητα < ασύμβατος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασυμβατότητα θηλυκό
- η ιδιότητα τού ασύμβατου
- (βιολ.) αντίδραση αντιγόνου και αντισώματος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυμβατότητα