ασυμπαθώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυμπαθώς < ελληνιστική κοινή ἀσυμπαθῶς < ἀσυμπαθής < αρχαία ελληνική συμπαθής
Επίρρημα
[επεξεργασία]ασυμπαθώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυμπαθώς