ασυντήρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυντήρητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ασυντήρητος
- που δε συντηρείται ή δεν είναι δυνατό να συντηρηθεί
- αν το πτώμα μείνει για πολύ καιρό ασυντήρητο, θα αποσυντεθεί