ασφέρδουκλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασφέρδουκλας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασφέρδουκλας αρσενικό
- το φυτό ασφόδελος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ασφόδελος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασφέρδουκλας
→ δείτε τη λέξη ασφόδελος |