ασφαλτόστρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασφαλτόστρωμα τα ασφαλτοστρώματα
      γενική του ασφαλτοστρώματος των ασφαλτοστρωμάτων
    αιτιατική το ασφαλτόστρωμα τα ασφαλτοστρώματα
     κλητική ασφαλτόστρωμα ασφαλτοστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασφαλτόστρωμα < ασφαλτοστρώνω < άσφαλτος + στρώνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ασφαλτόστρωμα ουδέτερο

  • επίστρωμα από άσφαλτο
    πήρα τηλέφωνο στο δήμο, για να επιδιορθωθούν μερικές ζημιές στο ασφαλτόστρωμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]