ασφαλτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασφαλτώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀσφαλτῶ

ασφαλτώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]