ασφυκτιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασφυκτιώ < ελληνιστική κοινή ἀσφυκτέω < ἄσφυκτος < αρχαία ελληνική σφύζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ασφυκτιώ
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) κατέχομαι από ασφυξία, δυσκολεύομαι να αναπνεύσω
- ο ασθενής ασφυκτιούσε εξαιτίας των υγρών στους πνεύμονές του