ασχημάτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασχημάτιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ασχημάτιστος
- που δεν έχει συγκροτηθεί
- (μτφ.) αδιαμόρφωτος, αδιάπλαστος
- που δεν έχει πάρει ακόμη το κανονικό του σχήμα
- που δεν έχει σχηματιστεί
- όταν δημιουργήθηκε ο Ήλιος, το υπόλοιπο ηλιακό σύστημα ήταν ακόμη ασχημάτιστο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασχημάτιστος
|