ασχημίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασχημίζω < λείπει η ετυμολογία

ασχημίζω

  1. κάνω κάτι ή κάποιον δύσμορφο, ασχημαίνω
  2. γίνομαι άσχημος, δύσμορφος
    παρά τις επιθυμίες της, μετά την πλαστική επέμβαση, ασχήμισε περισσότερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]