ασύρματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασύρματα < ασύρματος +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ασύρματα

  • με ασύρματο τρόπο, χωρίς τη μεσολάβηση καλωδίων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]