ατάρακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατάρακτος < αρχαία ελληνική ἀτάρακτος < ἀ- + ταράσσω
Επίθετο
[επεξεργασία]ατάρακτος, -η,-ο
- που δεν ταράζεται
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδιατάρακτα
- αδιατάρακτος
- ατάρακτα
- → δείτε τη λέξη ταράσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατάρακτος