ατίμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ατίμητος | η | ατίμητη | το | ατίμητο |
γενική | του | ατίμητου | της | ατίμητης | του | ατίμητου |
αιτιατική | τον | ατίμητο | την | ατίμητη | το | ατίμητο |
κλητική | ατίμητε | ατίμητη | ατίμητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ατίμητοι | οι | ατίμητες | τα | ατίμητα |
γενική | των | ατίμητων | των | ατίμητων | των | ατίμητων |
αιτιατική | τους | ατίμητους | τις | ατίμητες | τα | ατίμητα |
κλητική | ατίμητοι | ατίμητες | ατίμητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ατίμητος
- αυτός που δεν έχει τιμηθεί
- αυτός που δεν έχει υπολογισθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατίμητος
|