ατενίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ατενίζω < αρχαία ελληνική ἀτενίζω < ἀτενής < τείνω

ατενίζω


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]