ατμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατμίζω < αρχαία ελληνική ἀτμίζω, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική vape

Ρήμα[επεξεργασία]

ατμίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]