ατμοκαθαριστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατμοκαθαριστήρας < ατμός + -ο- + καθαριστήρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατμοκαθαριστήρας αρσενικό
- (νεολογισμός) μηχάνημα που καθαρίζει με τη βοήθεια του ατμού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατμοκαθαριστήρας
|