ατμολέβητας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.tmoˈle.vi.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τμο‐λέ‐βη‐τας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατμολέβητας αρσενικό
- λέβητας που λειτουργεί με την δύναμη του ατμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατμολέβητας